- όχου
- επιφών. βλ. ώχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όχου — και οχ επιφών., δηλώνει συφορά, λύπη: Όχου, τον σκότωσαν τον άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὄχου — ὄχος carriage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώχου — και όχου, Ν επιφών. βλ. ώχ … Dictionary of Greek